- εμφιλοχώρηση
- yerini sevme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εμφιλοχώρηση — η είσοδος, εμφάνιση, διείσδυση, παρουσία … Dictionary of Greek
εμφιλοχωρία — η (Μ ἐμφιλοχωρία) ευχάριστη διαμονή σ ένα μέρος νεοελλ. εμφιλοχώρηση … Dictionary of Greek